σκώληξ
Смотреть что такое "σκώληξ" в других словарях:
σκώληξ — worm masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκώληξ — ηκος, ὁ, ΜΑ βλ. σκώληκας … Dictionary of Greek
σκωλήκων — σκώληξ worm masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκώληκα — σκώληξ worm masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκώληκας — σκώληξ worm masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκώληκες — σκώληξ worm masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκώληκι — σκώληξ worm masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκώληκος — σκώληξ worm masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκώληξι — σκώληξ worm masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκώληξιν — σκώληξ worm masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκώληκας — ο / σκώληξ, ηκος, ΝΜΑ, και σκούληκας Ν 1. ζώο το οποίο έχει επίμηκες αρθρωτό και συσταλτό σώμα και στερείται σκελετού και άκρων, το σκουλήκι 2. η προνύμφη τών εντόμων, κάμπια νεοελλ. 1. ανατ. λόβιο τής παρεγκεφαλίδας 2. στον πληθ. οι σκώληκες… … Dictionary of Greek